- μελαμίνη
- ηχημ. ετεροκυκλική οργανική χημική ένωση, γνωστή και ως κυανουραμίδιο, που χρησιμοποιείται κυρίως ως πρώτη ύλη για την παρασκευή συνθετικών ρητινών («ρητίνες μελαμίνης»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελαμίνη ή κυανουραμίδιο — Χημικό προϊόν μεγάλου βιομηχανικού ενδιαφέροντος, το οποίο αποτελεί το τριαμίδιο του κυανουρικού οξέος. Πρόκειται για λευκή κρυσταλλική ουσία, με βασικό χαρακτήρα και χημικό τύπο C3H6N6· έχει μοριακό βάρος 126 και ειδικό βάρος 1,573. Τήκεται… … Dictionary of Greek
τριαμινοτριαζίνη — η, Ν χημ. συστηματική ονομασία τής οργανικής ένωσης μελαμίνη … Dictionary of Greek